- νοσοκομείο
- Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και απλά φυσικοθεραπευτικά σχήματα, που υποδείκνυαν οι ιερείς του Ασκληπιού. Ένας άλλος τύπος τόπου περίθαλψης ή ασύλου, το valetudinarium, είχε οργανωθεί από το ρωμαϊκό κράτος για τους στρατιώτες και τους σκλάβους. Στα χρόνια του χριστιανισμού πολλαπλασιάστηκαν οι χώροι περίθαλψης, όπου γίνονταν δεκτοί τόσο ασθενείς όσο και πτωχοί· αργότερα το έργο αυτό το ανέλαβαν τα μοναστήρια, πολλά από τα οποία έγιναν κέντρα ιατρικής και φαρμακευτικής παιδείας. Στους αιώνες που ακολούθησαν, παράλληλα με τα εκκλησιαστικά άσυλα, εμφανίστηκαν ν. που δημιουργήθηκαν από αγαθοεργίες λαϊκών- τα άσυλα αυτά, τα λαζαρέτα, εξακολουθούσαν (κατά τον Μεσαίωνα) να δέχονται ασθενείς, φτωχούς, προσκυνητές και ανέστιους, συνήθεια που διατηρήθηκε και στα ν. της Αναγέννησης. Οι συχνές περιοδικές επιδημίες έπεισαν για την ανάγκη δημιουργίας των λοιμοκαθαρτηρίων προς απομόνωση των ασθενών, αλλά μόνο κατά τα τέλη του 18ου αι. αναγνωρίστηκε στα ν. η ειδική λειτουργία της νοσηλείας και άρχισε να παραχωρείται στη δημόσια διαχείριση το έργο και το βάρος της φροντίδας για την υγεία. Από τότε αρχίζει ν’ αναπτύσσεται το σύγχρονο ν.
Σήμερα το ν. δεν είναι μόνο κέντρο νοσηλείας, αλλά και πυρήνας οργάνωσης προληπτικής ιατρικής και ιατρο-κοινωνικής περίθαλψης κέντρο ιατρικής έρευνας και εκπαίδευσης ιατρών και νοσοκόμων.
Τα ν. διακρίνονται ανάλογα με το είδος των ασθενών, για τους οποίους προορίζονται και ανάλογα με το μέγεθός τους· υπάρχουν γενικά ν. για όλες τις παθήσεις του σώματος, ψυχιατρικά ν. για τα ψυχικά νοσήματα και εξειδικευμένα ν. (παιδιατρικά, οφθαλμολογικά, δερματολογικά κ.ά.), στα οποία περιλαμβάνονται και τα σανατόρια για τις διάφορες μορφές φυματίωσης.
Όσον αφορά το μέγεθός τους, που υπολογίζεται από τον αριθμό των ασθενών που μπορούν να νοσηλευθούν ημερησίως σε αυτά, διακρίνονται σε ν. πρώτης,δεύτερης και τρίτης κατηγορίας και στις διάφορες κατηγορίες αντιστοιχεί και διαφορετικός εξοπλισμός σε ειδικευμένο προσωπικό και εργαστήρια διαγνωστικής έρευνας. Ένα ν. πρώτης κατηγορίας, εκτός των παθολογικών και χειρουργικών τμημάτων, καθώς και των υπηρεσιών παροχής πρώτων βοηθειών και εισαγωγής ασθενών, πρέπει να έχει και τμήματα των διαφόρων ειδικοτήτων, ακτινολογικό, μικροβιολογικό, ιστολογικό, τράπεζα αίματος, δικό του φαρμακείο και, αν είναι δυνατό, σχολή νοσοκόμων. Στις πιο προηγμένες υγειονομικά χώρες τα ν. είναι οργανωμένα έτσι που να εξυπηρετούν πλήρως τον πληθυσμό μεγάλων επαρχιακών περιοχών. Στις μικρότερες επαρχιακές κωμοπόλεις ιδρύονται μικρά νοσηλευτικά κέντρα προοριζόμενα για τις συνηθισμένες παθήσεις· αυτά συνδέονται με νοσηλευτικά ιδρύματα που έχουν πληρέστερο εξοπλισμό και τα οποία με τη σειρά τους βρίσκονται σε επαφή με το κύριο ν., που είναι εξοπλισμένο με όλες τις ειδικότητες και το οποίο συνήθως βρίσκεται στην πρωτεύουσα του νομού. Αυτή η οργάνωση στην oποία αντιστοιχεί μια λειτουργική κατανομή των διαφόρων μέσων νοσηλείας, φαίνεται ότι είναι η πιο συμφέρουσα, τόσο από νοσηλευτική όσο και από οικονομική άποψη.
Όσον αφορά τα κριτήρια αρχιτεκτονικής των ν., έχει ξεπεραστεί τώρα πια η κατασκευή τους κατά χωριστά περίπτερα οικοδομημένα έξω από την πόλη, όπως γινόταν στα τέλη του περασμένου αιώνα με σκοπό την παρεμπόδιση της επέκτασης των λοιμωδών νοσημάτων, στα οποία και οφείλονταν μεγάλο ποσοστό ενδονοσοκομειακών θανάτων (μέχρι 25%).
Έχει ξεπεραστεί επίσης η άποψη της νοσοκομειακής πόλης, που καταλάμβανε μεγάλη επιφάνεια εδάφους και περιλάμβανε έως 4.000 κρεβάτια· ιδεώδες σήμερα θεωρείται το ν. που κατασκευάζεται σε ενιαίο οικοδόμημα με κάτοψη σε σχήμα Τ, Η ή σαν κτένι που έχει το πολύ 500 κρεβάτια και βρίσκεται μέσα στην αστική περιοχή - εξαίρεση αποτελούν τα ν. που προορίζονται για την εκπαίδευση γιατρών, τα οποία, για να μπορούν να προσφέρουν αρκετή εμπειρία σε όλες τις ειδικότητες, πρέπει να είναι μεγαλύτερα. Στην κατασκευή της ενιαίας νοσοκομειακής οικοδομής με οριζόντια διάταξη, κατά την οποία τα διάφορα τμήματα βρίσκονταν στον ίδιο όροφο με τους θαλάμους νοσηλείας, προτιμάται το σχήμα ανάποδου Τ, στο οποίο ο κάθετος κλάδος περιλαμβάνει τους θαλάμους νοσηλείας κατανεμημένους στους διαφόρους ορόφους, ανάλογα με τις ειδικότητες, ενώ στο ισόγειο βρίσκονται τα εργαστήρια διαγνωστικής έρευνας και οι διάφοροι βοηθητικοί χώροι· αυτή η διάταξη, εκτός μερικών οικονομικών πλεονεκτημάτων, προσφέρει τη δυνατότητα εύκολης διεύρυνσης των βοηθητικών χώρων και των εργαστηρίων· η διεύρυνση αυτή είναι αναγκαία, γιατί συνεχώς στα ν. προστίθενται νέες επιστημονικές ή τεχνικές μονάδες, π.χ. υπηρεσία κεντρικής αποστείρωσης, εργαστήρια διαγνωστικά και ερευνητικά ειδικών νόσων, υπηρεσίες προφύλαξης από ενδονοσοκομειακές μολύνσεις κ.ά. Οι ανάγκες σε ν. σε όλες τις χώρες αυξάνουν συνεχώς, γιατί περισσότεροι ασθενείς προτιμούν τη θεραπεία τους σε αυτά και γιατί περισσότεροι τρόποι νοσοκομειακής θεραπείας διαμορφώνονται συνεχώς.
Νοσοκομειακός θάλαμος του 19ου αι. σε λιθογραφία του Φρ. Ουώκερ, που εικονίζει τη Φλ. Νάιτινγκαλ στο νοσοκομείο Σκούταρι, κατά τον πόλεμο της Κριμαίας.
Τα νοσοκομεία, όταν λειτουργούν σωστά, είναι αδιάψευστες μαρτυρίες πολιτισμού. Εδώ σύγχρονος θάλαμος.
* * *το (ΑΜ νοσοκομεῑον) [νοσοκόμος]κοινωνικο-επιστημονικό ίδρυμα, δημόσιο ή ιδιωτικό, για την κατά το δυνατόν πληρέστερη θεραπεία και την αποκατάσταση τής υγείας τών ασθενών, καθώς και την παροχή περίθαλψης στις περιπτώσεις τοκετών, θεραπευτήριο (α. «γενικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο που δέχεται όλων τών τύπων περιπτώσεις, παθολογικές και χειρουργικές, επικεντρώνοντας συνήθως την προσφορά του στις οξείες νοσήσεις που απαιτούν βραχυχρόνια περίθαλψη, στη μητρότητα και στο παιδίβ. «ειδικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο που περιορίζει τις υπηρεσίες του σε μεμονωμένες κατηγορίες ασθενών ή τύπους νόσων ιδίως σε περιπτώσεις νόσων τού θώρακος, λοιμωδών, ογκολογικών και ψυχικών νόσωνγ. «στρατιωτικό νοσοκομείο» — νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύονται ασθενείς ή τραυματίες με τις φροντίδες στρατιωτικού ιατρικού προσωπικούδ. «πλωτό νοσοκομείο» — πλοίο που χρησιμοποιείται ως νοσοκομείο, αλλ. νοσοκομειακό πλοίομσν.μοναστηριακό αναρρωτήριοαρχ.(κατά το λεξ. Σούδα) «ξενών».
Dictionary of Greek. 2013.